χειρόμυς

χειρόμυς
-υος, ο, Ν
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τού θηλαστικού βραδύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. cheiromys < χειρ(ο)-* + μῦς «ποντίκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”